Τῷ καιρῷ εκείνω, Ἡρῴδης ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπό τοῦ Ἰωάννου περὶ Ἡρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων ὧν ἐποίησε πονηρῶν ὁ Ἡρῴδης, προσέθηκε καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσι καὶ κατέκλεισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ.
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης, ἐπειδὴ κατηγορεῖτο ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὴν Ἡρωδιάδα, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ δι’ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ εἶχε κάνει ὁ Ἡρώδης, προσέθεσε εἰς ὅλα αὐτὰ καὶ τοῦτο: ἔκλεισε τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν φυλακήν.
Ὅταν ὅλος ὁ λαὸς εἶχε βαπτισθῆ καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπίσης εἶχε βαπτισθῆ καὶ προσευχόταν, ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ κατέβηκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπάνω του ὑπὸ σωματικὴν μορφὴν σὰν περιστερὰ καὶ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς σὲ εὐαρεστοῦμαι».

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.