Καταγόταν ἀπό τόν Γαλατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὀνομαζόταν Διαμαντής. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὀνομάζονταν Κυριάκος καί Κυριακή.
Ὁ Διαμαντής σέ μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός. Καί γιά νά ἀποφύγει τήν ὀργή τῶν Τούρκων, γιά κάποιο του παράπτωμα, ἀναγκάστηκε νά ἀσπαστεῖ τόν ἰσλαμισμό. Ἀργότερα ὅμως μετανόησε καί πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στό Μοναστήρι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Δαμασκηνός καί ἀσκήθηκε στήν ἀρετή γιά 12 χρόνια.
Τόν κατέλαβε ὅμως ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καί μαζί μέ τόν ἀπερχόμενο ἀπό τή Λαύρα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιο, ἦλθε στήν Βασιλεύουσα. Ἐκεῖ δημόσια κήρυττε τόν Χριστό καί προέτρεπε τούς μουσουλμάνους ν’ ἀρνηθοῦν τόν Μωάμεθ. Οἱ Τοῦρκοι τόν πέρασαν γιά τρελό καί στήν ἀρχή δέν τοῦ ἔδωσαν σημασία.
Ἀλλά ὁ Δαμασκηνός μέ τά κηρύγματά του ἔγινε τόσο προκλητικός στούς Τούρκους, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν συλλάβουν καί ἀφοῦ σκληρά τόν βασάνισαν, τόν ἀποκεφάλισαν μπροστά στήν πόρτα τοῦ Πατριαρχείου στίς 13 Νοεμβρίου 1681.
Τό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς Θεοτόκου, στή νῆσο Χάλκη.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.