 Καταγόταν ἀπό τό χωριό Γαρδινίτζα, πού βρισκόταν κοντά στό Ταλάντιο, τόπος παραθαλάσσιος ἀπέναντι ἀπό τήν Εὔβοια.
Καταγόταν ἀπό τό χωριό Γαρδινίτζα, πού βρισκόταν κοντά στό Ταλάντιο, τόπος παραθαλάσσιος ἀπέναντι ἀπό τήν Εὔβοια.
 Ἔζησε ὅταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἱερεμίας, περί τό 1519. Τόν πατέρα του ἔλεγαν Χριστόδουλο καί ἦταν ἱερέας, τήν δέ μητέρα του Θεοδώρα. Ὁ Ὅσιος Δαβίδ εἶχε ἄλλον ἕναν ἀδελφό καί δυό ἀδελφές.
 Ἀπό μικρός ὁ Ὅσιος ἔδειξε ἐξαίσια μορφή καί ἔμαθε ἄριστα τά ἱερά γράμματα. Σέ ἡλικία 15 ἐτῶν ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν ἅγιο γέροντα, τόν Ἀκάκιο, πού τόν ἐκπαίδευσε στίς ἀρετές τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί ἀπό τότε ὁ Ὅσιος Δαβίδ κάνει μία φοβερή, σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του, πνευματική πορεία, διδάσκοντας τήν ἔμπρακτη ἀρετή καί κάνοντας διάφορα θαύματα. Προεῖδε τόν θάνατό του καί ἀπεβίωσε εἰρηνικά καί μέ μεγάλη ἁγιότητα τήν 1η Νοεμβρίου. 
 Βιογραφία του συνέγραψε ὁ μαθητής του Χριστόφορος μοναχός καί Ἀκολουθία του ὁ Ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος ἀπό τήν Ἀθήνα.
 Μονή τοῦ Ὅσιου Δαβίδ ὑπάρχει στήν Εὔβοια.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
 Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
 Μέγα εὕρατο, Εὔβοια κλέος, τόν πανένδοξον, Δαβίδ τόν θεῖον, ὡς ἱερᾶς ἀρετῆς καταγώγιον, καί τοῦ Χριστοῦ ὀπαδόν ἀληθέστατον, καί τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλον. Διό Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
 Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
 Ὡς ἀστήρ λαμπρότατος ὤφθης ἐν κόσμῳ, καταυγάζων ἅπαντας τούς προσιόντας σοι πιστῶς, Δαβίδ Πατέρων τό καύχημα, τῶν ἰαμάτων τοῖς θείοις χαρίσμασι.
 Μεγαλυνάριον.
 Χαίροις τῆς Λοκρίδος θεῖος βλαστός· χαίροις τῆς Εὐβοίας, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τά ῥεῖθρα, Δαβίδ θαυματοφόρε, τοῖς σοί προστρέχουσι.

 Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.