Γεννήθηκε τό 1015 στό χωριό Φιλέα τῆς ἐπαρχίας Δέρκων τῆς Θράκης. Κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάστηκε Κυριάκος (Κύριλλος ὑπῆρξε ἔπειτα τό καλογερικό του ὄνομα) καί ἀπό μικρός διακρίθηκε στά ἱερά γράμματα. Στό εἰκοστό ἔτος τῆς ἡλικίας του παντρεύτηκε καί ἀπόκτησε παιδί.
Ἀλλά ἐπειδή εἶχε ζῆλο στόν μοναχικό βίο, ὅπως ὅλοι της ἐποχῆς ἐκείνης, ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τήν γυναίκα του καί τό παιδί του καί νά ἀποσυρθεῖ σέ μοναστήρι, λέγοντας στήν γυναίκα του: «ἢ νά χωρίσουμε, ἢ νά πᾶμε καί οἱ δυό σέ μοναστήρι».
Ἡ γυναίκα του ὅμως δέν δέχτηκε τίποτα ἀπό αὐτά καί ἔτσι ὁ Κύριλλος ἔμεινε στό σπίτι του ζώντας ἀσκητικά.
Ἔπειτα ἵδρυσε (1060) μοναστήρι στό χωριό ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου τό ναό ἀνήγειρε ὁ Ἀλέξιος Κομνηνός.
Ἔτσι αφοῦ ὁσιακά ἔζησε ὁ Κύριλλος, ἀπεβίωσε εἰρηνικά τό 1110.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς ξένος καί πάροικος, τῶν ἐπιγείων τερπνῶν, ζωήν τήν ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, Πατήρ ἡμῶν Κύριλλε· ὅθεν τάς οὐρανίους, εἰληφώς ἀντιδόσεις, πρέσβευε θεοφόρε, τῷ Σωτῆρι τῶν ὅλων, δοθῆναι τοῖς σέ τιμῶσι, χάριν καί ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀκολουθήσας τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, τῶν προσηκόντων ἀπηρνήσω τήν σχέσιν, καί τόν σταυρόν σου Κύριλλε ἐβάστασας στερρῶς· ὅθεν ἐχρημάτισας, τῆς Τριάδος δοχεῖον, καί Ὁσίων σύσκηνος, διά βίου ἐνθέου· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὑπέρ τῶν πίστει, τιμώντων σε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Σύνοικον τήν χάριν πεπλουτηκώς, συζύγου τόν πόθον, ὑπερεῖδες θεοπρεπῶς, καί δικαιοσύνης, ἐργάτης ἀνεδείχθης, Κύριλλε θεοφόρε· διό δεδόξασαι.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.