Καταγόταν ἀπό τόν Πολεμωνιακό Πόντο καί ἦταν γιός μεγιστάνα. Νέος ἀκόμα ἄφησε τό πατρικό του σπίτι καί μόνασε. Ἐπειδή δέ, τόν διέκρινε ἱερός ζῆλος καί μεγάλο χάρισμα διδακτικότητας, γύρισε ὅλη τήν Ἀνατολή σάν ἀπεσταλμένος τῆς Μονῆς του κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο καί ἐπαναλάμβανε τήν φωνή, πού ἀντήχησε πρῶτα στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας καί κοντά στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη: «Μετανοεῖτε».
Κατόπιν ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στήν Κρήτη, ὅπου παρέμεινε διδάσκοντας γιά 20 χρόνια. Ἀπό κεῖ πῆγε στήν Πελοπόννησο, ὅπου κατέληξε στήν πόλη τῶν Λακώνων. Ἐκεῖ κήρυξε, ἔκανε διάφορα θαύματα καί ἔκτισε ναό στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἠθική ἐπιρροή του στούς κατοίκους, ὑπῆρξε μεγάλη.
Στή χώρα αὐτή, πού ἀγάπησε περισσότερο κι ἀπό τήν πατρίδα του, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή τό ἔτος 998.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, ἡ Λακεδαίμων, θείαν λάρνακα, τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγὰς τῶν ἰάσεων, καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας Πάτερ ἐκ πίστεως. Νίκων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ἀγγελικὴν μιμούμενος πολιτείαν, κόσμου τὰ τερπνὰ, ὡς σκύβαλα ἐλογίσω, μετανοίας τὴν τρίβον, δεικνύων ἡμῖν, θεοφόρε Νίκων Ὅσιε· διὰ τοῦτό σε γεραίρομεν, ἐκτελοῦντες νῦν τὴν μνήμην σου· ὑπάρχεις γὰρ ἀληθῶς, ἰαμάτων πηγή.
Μεγαλυνάριον.
Νίκην περιφέρων κατὰ παθῶν, τὴν εὔκλειαν ταύτης, διαγράφεις Νίκων σοφέ, τοῖς πᾶσι κηρύττων, τὴν τοῦ Προδρόμου ῥῆσιν· Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ ἀπόδοσις.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.