Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καί ἦταν τέκνο πλουσίων καί ἐπισήμων γονέων. Τόν ἐνέπνεε ὅμως εὐσέβεια θερμή καί ἱερός πόθος νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γι’ αὐτό ἀναχώρησε γιά τήν Κιλικία. Μόλις βρῆκε στά ὄρη τῆς πόλεως Ρώσου κάποιο δασῶδες φαράγγι, κατασκεύασε ἐκεῖ ἕναν πολύ μικρό οἰκίσκο, ὅπου καί ἔστησε τήν κατοικία του.
Στόν τόπο αὐτό ὁ Ὅσιος ζοῦσε στή μόνωση καί διεξήγαγε τούς πνευματικούς καί ἀσκητικούς του ἀγῶνες μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες. Κάποιες φορές μετέβαινε καί στά πλησιόχωρα χωριά ἀναζητώντας ψυχές πρός τίς ὁποῖες ἔφερνε τήν παρηγοριά τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδας.
Ὅταν τά μέρη ἐκεῖνα κατέλαβαν οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐπανῆλθε στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔχτισε μία μικρή καλύβα, στήν ὁποία ζοῦσε μέ ἄλλους ἀδελφούς. Τό Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι κοιμόταν στή γῆ, φοροῦσε ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καί ἔφερε στό λαιμό του, στή μέση καί στά χέρια του βαριά σίδερα. Ὁ Θεός πού ἔβλεπε τόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καί ἄκουγε τίς προσευχές του, τοῦ χάρισε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.