Κατεῖχε μεγάλη κοινωνική θέση στό Ἰκόνιο, ἀλλά καί μεγάλες χριστιανικές ἀρετές.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανός (270 – 275) ἐξέδωσε διάταγμα κατά τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἰκονίου συνέλαβε τόν Χαρίτωνα ἀπό τούς πρώτους. Τά βασανιστήρια πού ὑπέστη ἦταν σκληρά. Ὅμως ὁ Χαρίτων ἔμεινε ἀμετακίνητος στήν πίστη του.
Στό διάστημα δέ πού βρισκόταν στή φυλακή, ὁ Αὐρηλιανός δολοφονήθηκε. Ὁ Διάδοχός του Πρόβος σταμάτησε τό διωγμό κατά τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Χαρίτων ἀπελευθερώθηκε.
Ἀποφάσισε, τότε, νά πάει προσκυνητής στά Ἱεροσόλυμα. Ἀλλά στόν δρόμο συνελήφθη ἀπό λῃστές, πού τόν ὁδήγησαν στό κρησφύγετό τους. Ὅταν ἔφθασαν στή σπηλιά τους, ἔφαγαν καί ἤπιαν. Ἀλλά τό κρασί ἦταν δηλητηριασμένο καί πέθαναν ὅλοι. Τότε, ἡ σπηλιά ἐκείνη τῶν λῃστῶν μετατράπηκε ἀπό τόν Ὅσιο σέ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ φήμη τοῦ Χαρίτωνα ἔφερε κοντά του πολλούς μαθητές. Τούς κυβερνοῦσε μέ στοργή καί τούς προήγαγε σέ ὑψηλές βαθμίδες ἀρετῆς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη ἡσυχία, ὅρισε διάδοχό του στό μοναστῆρι καί ἀναχώρησε στήν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτεψε μέσα σέ διάφορα σπήλαια.
Ὅταν πλησίαζε τό τέλος του, ἐπέστρεψε στό ἀρχικό του μοναστῆρι, κοντά στούς ἀγαπημένους του μαθητές, τούς ὁποίους εἶχε ὁδηγήσει «ἐπί ζωῆς πηγᾶς ὑδάτων». Δηλαδή τούς εἶχε ὁδηγήσει σέ πηγές νερῶν, πού εἶναι γεμάτα ζωή.
Ἐκεῖ, λοιπόν, παρέδωσε ἥσυχα καί εἰρηνικά τήν ψυχή του στόν Θεό.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθείς ταῖς αὐγαῖς, φωστήρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε· σύ γάρ ὁμολογίᾳ, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοῖς πόνοις. Διό τῶν εὐφημούντων σε, Πάτερ μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν χαρίτων ἐραστής τῶν ὑπέρ ἔννοιαν
Ὁμολογίας ἐθησαύρισας τάς χάριτας
Τόν Χριστόν ὁμολογήσας, Πάτερ Χαρίτων.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα
Μοναζόντων παιδοτρίβης ἐχρημάτισας
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Θείων Ἀθλοφόρων συγκοινωνός, εὐκλεῶν Ὁσίων, ὑποφήτης θεοειδής, Χαρίτων ἐδείχθης, ἐν ἑκατέροις λάμψας· ἐντεῦθεν καταυγάζεις, κόσμον ταῖς χάρισι.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.