Ετσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιά τόν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους αὐτοῦ». Δηλαδή, φωνή ἀνθρώπου, πού φωνάζει στήν ἔρημο καί λέει: «Ἑτοιμάστε τόν δρόμο, ἀπ’ ὅπου θά ἔλθει ὁ Κύριος σέ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καί ὁμαλούς τούς δρόμους, ἀπό τούς ὁποίους θά περάσει». Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπό τίς ψυχές σας τά ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καί ρίξτε μακριά τά λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς πόρωσης καί καθαρίστε μέ μετάνοια τό ἐσωτερικό σας, γιά νά δεχθεῖ τόν Κύριο.
Ἡ φωνή αὐτή, πού ἦταν ὁ Ἰωάννης, γεννήθηκε μέ θαυμαστό τρόπο. Ὁ Πατέρας του Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας. Τήν ὥρα τοῦ θυμιάματος μέσα στό θυσιαστήριο, εἶδε ἄγγελο Κυρίου, πού τοῦ ἀνήγγειλε, ὅτι θά ἀποκτοῦσε γιό καί θά ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὁ Ζαχαρίας σκίρτησε ἀπό χαρά, ἀλλά δυσπίστησε. Ἡ γυναῖκά του ἦταν στείρα καί γριά, πῶς θά γινόταν αὐτό πού ἄκουγε; Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι γιά νά τιμωρηθεῖ ἡ δυσπιστία του, μέχρι νά πραγματοποιηθεῖ ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ, αὐτός θά ἔμενε κωφάλαλος. Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε, καί μετά ἐννιά μῆνες ἔκανε γιό. Μετά ὀκτώ ἡμέρες, στήν περιτομή τοῦ παιδιοῦ, οἱ συγγενεῖς θέλησαν νά τοῦ δώσουν τό ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ὅμως, ὁ Ζαχαρίας, ἔγραψε ἐπάνω σέ πινακίδιο τό ὄνομα Ἰωάννης. Ἀμέσως, λύθηκε ἡ γλώσσα του, καί ἡ χαρά γιά ὅλους ἦταν μεγάλη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἡ πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδού γάρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τόν μέλλοντα, πᾶσαν τήν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστίν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καί ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τόν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καί οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Στεῖρα καί πρεσβῦτις θείᾳ βουλῇ, καρπόν συλλαμβάνει, τόν ὑπέρτερον Προφητῶν, τόν τήν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.