Ὑπῆρξε ἄξιος μαθητής τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Πατριάρχης Ἀττικός (406 – 425) τόν ἔκανε διάκονο καί κατόπιν πρεσβύτερο. Ἐπειδή διακρινόταν γιά τήν παιδεία, τήν ἀρετή καί τήν διδακτική του ἱκανότητα, ἀγαπήθηκε θερμά ἀπ’ ὅλους τούς θαυμαστές τοῦ ἀξέχαστου διδασκάλου του καί ὑποστηριζόταν ἀπ’ αὐτούς γιά τόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλά ἡ ἀντίδραση τοῦ διεφθαρμένου κατεστημένου, ναυάγιζε τήν ὑποψηφιότητά του.
Ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Σισίνιος, τό ἔτος 425, χειροτόνησε τόν Πρόκλο ἐπίσκοπο Κυζίκου. Λόγω ὅμως τῶν ἀνωμαλιῶν τῆς ἐπαρχίας, τήν ἐπισκοπή κατέλαβε κάποιος Δαλμάτιος. Ἀλλά ὁ Πρόκλος, χωρίς νά στεναχωρηθεῖ, ἐξακολούθησε τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν πέθανε ὁ Πατριάρχης Μαξιμιανός (434) καί αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Θεοδόσιος ὁ Β’, στόν θρόνο ἀνέβηκε πανηγυρικά ὁ Πρόκλος. Καί μάλιστα πρίν ἀκόμα θάψουν τόν Μαξιμιανό. Ἡ πρώτη φροντίδα τοῦ Πρόκλου ἦταν, ἡ ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τά Κόμανα στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἐπίσης, ἐπί τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ καθιερώθηκε καί ὁ τρισάγιος ὕμνος στίς ἐκκλησίες. Πατριάρχευσε δώδεκα χρόνια καί τρεῖς μῆνες.
Απεβίωσε τό 447.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Λυχνία ὡς δίπυρσος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, ἀκτῖσι τῆς χάριτος, φωταγωγοῦσιν ἡμᾶς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, Πρόκλος τοῦ Βυζαντίου, ὁ σοφός Ποιμενάρχης, Γρηγόριος ὁ θεόφρων, Δεκαπόλεως γόνος· διό μετά προθυμίας, τούτοις προσέλθωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυάς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, βιοτῆς ὀρθότητι, καί τῶν δογμάτων τῇ αἴγλῃ, φάναντες, δικαιοσύνης ἐν τῷ στεφάνῳ, ὤφθησαν, τῆς Ἐκκλησίας νυμφαγωγία, ὁ Γρηγόριος καί Πρόκλος, οὓς εὐφημοῦντες Χριστόν δοξάσωμεν.
Μεγαλυνάριον.
Ρήτωρ Ἐκκλησίας θεοειδής, Πρόκλε ἀνεδείχθης, Ἱεράρχης ὡς εὐκλεής, σκεῦος ἀρετῶν δέ, Γρηγόριε ὡράθης· διό τήν πολιτείαν ὑμῶν γεραίρομεν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.