Καταγόταν ἀπό τήν Κύζικο καί κήρυττε μέ θάρρος καί τόλμη τήν χριστιανική ἀλήθεια. Γιά τό ἔργο του αὐτό, ὑπέστη πολλές φυλακίσεις καί ἀνελέητους δαρμούς κατά τόν διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανός (300 μ.Χ.).
Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος, ὁ Ὅσιος Σισίνιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καί ἐξακολούθησε τόν εὐσεβή καί θεάρεστο ἀγώνα του. Ἀλλά ὅταν ξέσπασε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συμμετεῖχε στήν πάλη, ὑπέρμαχος τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος και με τον τρόπο αυτό, γενναία ἀγωνιζόμενος, τελείωσε τήν ὁλόψυχα ἀφιερωμένη στόν Χριστό ζωή του.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.