Ὁ Ἀμβρόσιος, διακεκριμένος Ρωμαῖος πολίτης, γεννήθηκε περίπου τό 340 μ.Χ.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία καί νομικά. Στά Μεδιόλανα ἀσχολήθηκε μέ τό ἐπάγγελμα τοῦ δικαστή. Φύλασσε μέ λόγια καί ἔργα τήν ἀλήθεια καί ἀπέδιδε ἀντικειμενικά τήν δικαιοσύνη, ἂν καί δέν εἶχε βαπτισθεῖ ἀκόμα χριστιανός. Ὅσον ἀφορά σ’ αὐτό ὅμως, ἀπαντᾶ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς:
«Ἀλλ’ ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι». Δηλαδή, σέ κάθε ἔθνος, ὅποιος σέβεται τόν Θεό καί πολιτεύεται στήν ζωή του μέ δικαιοσύνη, εἶναι δεκτός ἀπ’ Αὐτόν καί εἶναι δυνατόν νά ἀρέσει σ’ Αὐτόν.
Καί πράγματι, ὁ Ἀμβρόσιος μέ τήν ζωή του ἄρεσε στόν Θεό. Γι’ αὐτό καί τόν ἀξίωσε νά βαπτισθεῖ χριστιανός, νά γίνει ἔπειτα ἀναγνώστης, καί ἀφοῦ μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα πέρασε ὅλους τούς ἐκκλησιαστικούς βαθμούς, μετά ἀπό ἀπόφαση τοῦ βασιλιά Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Α’, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων. Σάν Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀμβρόσιος ποίμανε ἄριστα τό ποίμνιό του, ἀγωνίστηκε κατά τῶν αἱρέσεων, ἀλλά καί στόν βασιλιά Θεοδόσιο δέν ἐπέτρεψε νά εἰσέλθει στό ναό, παρά μόνο ὅταν μετάνιωσε εἰλικρινά γιά τούς φόνους πού ἔκανε στόν Ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἀμβρόσιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά τό ἔτος 397 μ.Χ., σέ ἡλικία 57 χρονῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διδάσκαλος, καί ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν, μυσταγωγεῖς τούς πιστούς, Ἀμβρόσιε Ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων, τήν ἀχλύν τοῖς σοῖς λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας, τήν θεόσδοτον χάριν, ἐν ᾗ τούς σέ γεραίροντας, συντήρει ἀπήμονας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασι περιαστράπτων, ὡς φωστήρ ἐξέλαμψας, τῇ οἰκουμένῃ ἐκ Δυσμῶν, καταφωτίζων τούς ψάλλοντας· χαίροις Πατέρων τό κλέος Ἀμβρόσιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καί τῆς Ἐκκλησίας, στῦλος ὄντως ὁ θεαυγής· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστολέκτα, Ἀμβρόσιε τρισμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.