Ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ Κυρίλλου καί Μεθοδίου, τόν 9ο αἰώνα (842), στούς ἀγῶνές τους γιά τήν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης στή Βουλγαρία. Καί στό βαρύ αὐτό ἔργο, ὅπου συνάντησαν μεγάλα ἐμπόδια καί ἐπικίνδυνες ἀντιστάσεις, ἡ παρουσία τοῦ Ναούμ εἶχε μεγάλη ἐπίδραση. Διότι στήν δύναμη τῆς διδασκαλίας του, πρόσθετε καί τήν ἐντύπωση, πού προκαλοῦσαν τά θαύματα πού ἐνεργοῦσε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ναούμ, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Ρώμη, ὅπου πῆγε στόν τότε Πάπα Ἀδριανό, πέρασε καί ἀπό τήν Γερμανία, ὅπου ὑπῆρχαν πολλές καί διάφορες αἱρέσεις. Καί ἀφοῦ κήρυξε καί ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἐπανῆλθε καί πάλι στή Βουλγαρία. Ἐκεῖ, ὀργάνωσε μαζί μέ ἄλλους συναγωνιστές του, σῶμα ἐσωτερικῆς ἱεραποστολῆς καί ἐργάστηκε θερμότατα γιά τήν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τά κηρύγματά του καί τίς συνεχεῖς διδακτικές περιοδεῖες του.
Ὁ θάνατος τόν βρῆκε ὄρθιο, νά κοπιάζει μέχρι τελευταίας του πνοῆς γιά τόν εὐσεβή σκοπό του.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.