Κατά τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἑπτά γυναῖκες, οἱ ὁποῖες τόν ἀκολουθοῦσαν, αἰσθάνθηκαν τόση ἀγανάκτηση γιά τήν σκληρή ἀδικία καί θαυμασμό γιά τόν Ἅγιο, ὥστε ἔλεγξαν τόν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καί διεκήρυξαν μέ παρρησία τήν πίστη τους στόν Χριστό. Γιά τήν ὁμολογία τους αὐτή ἀποκεφαλίσθηκαν καί, ἔτσι ἔλαβαν τούς στέφανους τοῦ Μαρτυρίου.
Μαζί μέ τόν Ἅγιο Βλάσιο ἤσαν στήν φυλακή καί δύο νέοι, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος κατήχησε καί βάπτισε. Καί οἱ δύο συνάθλησαν μετά τοῦ Ἁγίου καί κατέστησαν κοινωνοί τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου αὐτοῦ καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.