Σήμερα ἑορτάζουμε ἐπίσης τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων 165 Πατέρων, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἄνθιμος ὁ Α’, ὁ ὁποῖος ἦταν αἱρετικὸς καὶ συγκεκριμένα μονοφυσίτης. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ἐκθρονίστηκε ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους καὶ ἀπὸ τὸν τότε πάπα τῆς Ρώμης Ἀγαπητὸ καὶ στὴ θέση του χειροτονήθηκε ὁ ἁγιότατος Μηνᾶς.
Μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὸ γεγονὸς τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Ἀνθίμου ξεσηκώθηκαν ὁ Σέβηρος καὶ ὁ Πέτρος, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ αἱρετικὴ κυριαρχία καὶ συνιστοῦσαν μάλιστα καὶ τὰ βλάσφημα δόγματα τοῦ Ὠριγένη.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἰουστινιανός, συγκάλεσε τὸ 553μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία πῆραν μέρος 165 Ἅγιοι Πατέρες, μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μηνᾶ.
Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε τοὺς μονοφυσίτες Σέβηρο καὶ Πέτρο καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, θεῖος ὅμιλος, σεπτῶν Πατέρων, ἐν τῇ Πέμπτῃ Συνόδῳ καθείλετε, αἱρετικῶν τά ὀθνεῖα διδάγματα, καί Ὀρθοδόξοις τό κράτος δεδώκατε· ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τήν Ὑπερούσιον, δωρήσασθε ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τούς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, τήν Πέμπτην Σύνοδον ἐν Πνεύματι θείῳ, θεοειδεῖς Πατέρας συγκροτήσαντας, ὕμνοις εὐφημήσωμεν, Ὀρθοδόξων οἱ δῆμοι, πρός αὐτούς κραυγάζοντες· ἀπό πάσης ἀνάγκης, τήν Ἐκκλησίαν ῥύσασθε Χριστοῦ, ὑμῶν πρεσβείαις, Πατέρες θεόληπτοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, τῆς Πέμπτης Συνόδου, οἱ φωστῆρες καί συνεργοί· χαίρετε προστάται, Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας, καί τῶν αἱρετιζόντων, ἧττα καί ὄλεθρος.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.