Εζησε ἐπί τῶν βασιλέων Ἀμασίου καί Ἱεροβοάμ. Ἦταν γιός τοῦ Ἀμαθί καί εἶχε πατρίδα τήν Γεχθοφέρ, τῆς φυλῆς Ζαβουλῶν.
Ὁ Ἰωνάς ἦταν αὐτός, πού μέ θεία νεύση ἐνθάρρυνε τόν Ἱεροβοάμ σέ πόλεμο κατά τοῦ ἄρχοντα τῆς Συρίας, πού κατέληξε σέ νίκη τοῦ Ἰσραήλ καί ἀποκατάσταση τῶν συνόρων του.
Ὁ Ἰωνάς φέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη, πέμπτος μεταξύ τῶν μικρῶν λεγόμενων προφητῶν. Βρίσκουμε δέ γι’ αὐτόν στό ὁμώνυμο βιβλίο, πού κυρίως τόν ἔκανε γνωστό λόγω τῆς ἱερῆς δραματικότητός του. Ὁ Κύριος τόν εἶχε διατάξει νά πάει στή Νινευή, ἕδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμῶν καί ὀργίων, γιά νά κηρύξει σ’ αὐτήν καί νά προφητέψει τήν καταστροφή της. Ὁ Ἰωνάς ὅμως, ἀποφάσισε νά λησμονήσει τήν διαταγή τοῦ Θεοῦ, καί ἔκρινε καλό νά πάει σέ μία ἄλλη πόλη, στούς Θαρσεῖς.
Ξεκίνησε λοιπόν τό ταξίδι του μέ πλοῖο, ἀλλά στ’ ἀνοιχτά ἔπιασε μεγάλη τρικυμία. Τότε ἔριξαν κλῆρο, γιά νά δοῦν ποιός εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ κακοῦ πού τούς βρῆκε. Καί ὁ κλῆρος ἔπεσε στόν Ἰωνά, πού εἶχε παρακούσει τήν διαταγή τοῦ Θεοῦ. Τότε τόν ἔριξαν στή θάλασσα καί ἡ τρικυμία σταμάτησε. Ἀλλά καί τόν Ἰωνά, τόν κατάπιε ἕνα μεγάλο κῆτος χωρίς νά τόν φάει καί μετά τρεῖς μέρες καί νύκτες τόν ἔβγαλε στήν ξηρά σῶο καί ἀβλαβῆ.
Τότε ὁ Ἰωνάς πῆγε στή Νινευή, προφήτεψε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Θεός καί οἱ Νινευΐτες μετάνιωσαν, νήστεψαν 40 μέρες καί ἔτσι ἡ πόλη τους σώθηκε ἀπ’ τήν καταστροφή. Διότι ἡ μετάνοια φέρει τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπό τή δικαιοσύνη Του.
Ὁ Ἰωνάς πέθανε στή γῆ Σαραάρ, κοντά στή βελανιδιά τῆς Δεβόρας καί τάφηκε μέσα σέ σπηλιά. Βέβαια ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς του μαθαίνουμε στήν Π.Δ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καί συσχεθείς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τήν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σέ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμόν καί μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τήν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθείς σαρκί ἑκών ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπό τοῦ μνήματος τριημέρως· διά τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.
Μεγαλυνάριον.
Βροντή οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τάς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καί παύουσα κακίας, ὁρμήν τήν ἄσχετον.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.