Ἀδελφοί, βλέπετε μὴ παραιτήσησθε τὸν λαλοῦντα. Εἰ γὰρ ἐκεῖνοι οὐκ ἔφυγον τὸν ἐπὶ τῆς γῆς παραιτησάμενοι χρηματίζοντα, πολλῷ μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τὸν ἀπ’ οὐρανῶν ἀποστρεφόμενοι· οὗ ἡ φωνὴ τὴν γῆν ἐσάλευσε τότε, νῦν δὲ ἐπήγγελται λέγων· ἔτι ἅπαξ ἐγὼ σείω οὐ μόνον τὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν.
Τὸ δὲ ἔτι ἅπαξ δηλοῖ τῶν σαλευομένων τὴν μετάθεσιν ὡς πεποιημένων, ἵνα μείνῃ τὰ μὴ σαλευόμενα.
Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἀνέχεσθε τοῦ λόγου τῆς παρακλήσεως· καὶ γὰρ διὰ βραχέων ἐπέστειλα ὑμῖν.
Γινώσκετε τὸν ἀδελφὸν Τιμόθεον ἀπολελυμένον, μεθ’ οὗ, ἐὰν τάχιον ἔρχηται, ὄψομαι ὑμᾶς.
Ἀσπάσασθε πάντας τοὺς ἡγουμένους ὑμῶν καὶ πάντας τοὺς ἁγίους. Ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀπὸ τῆς ᾿Ιταλίας.
Ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Ἀδελφοί, προσέχετε νὰ μὴ ἀρνηθῆτε νὰ ἀκούσετε αὐτὸν ποὺ σᾶς μιλεῖ. Διότι ἐὰν ἐκεῖνοι δὲν ἐξέφυγαν τὴν τιμωρίαν ὅταν ἀρνήθηκαν νὰ ἀκούσουν ἐκεῖνον, ποὺ τοὺς ἐδίδασκε ἐπὶ τῆς γῆς, πολὺ περισσότερον δὲν θὰ ξεφύγωμεν ἐμεῖς, ἐὰν ἀποστρεφώμεθα ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Αὐτοῦ ἡ φωνὴ ἐσάλευσε τότε τὴν γῆν, τώρα δὲ ἔχει ὑποσχεθῇ, Ἀκόμη μιὰ φορὰ ἐγώ θὰ σείσω ὄχι μόνον τὴ γῆ ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν.
Αἱ λέξεις ἀκόμη μιὰ φορὰ φανερώνουν ὅτι ἐκεῖνα ποὺ σαλεύονται, ἐπειδὴ εἶναι δημιουργήματα, θὰ μετακινηθοῦν, διὰ νὰ παραμείνουν ἐκεῖνα, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαλευθοῦν.
Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νὰ ἀνεχθῆτε τοὺς ἐνθαρρυντικοὺς τούτους λόγους. Σᾶς ἔγραψα, ἄλλως τε, συντόμως.
Μάθετε ὅτι ὁ ἀδελφός μας Τιμόθεος ἀπολύθηκε· ἐὰν ἔλθω γρήγορα, θὰ σᾶς ἰδῶ μαζί του.
Χαιρετῆστε ὅλους τοὺς προϊσταμένους σας καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους. Σᾶς χαιρετοῦν ὅσοι εἶναι ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν.
Ἡ χάρις νὰ εἶναι μαζί μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.