Ἀδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν ὑμῶν τὴν κλῆσιν καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι· ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε.
Οὕτω γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διὸ οὐκ ἀμελήσω ἀεὶ ὑμᾶς ὑπομιμνήσκειν περὶ τούτων, καίπερ εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθείᾳ.
Δίκαιον δὲ ἡγοῦμαι, ἐφ᾿ ὅσον εἰμὶ ἐν τούτῳ τῷ σκηνώματι, διεγείρειν ὑμᾶς ἐν ὑπομνήσει, εἰδὼς ὅτι ταχινή ἐστιν ἡ ἀπόθεσις τοῦ σκηνώματός μου, καθὼς καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδήλωσέ μοι. Σπουδάσω δὲ καὶ ἑκάστοτε ἔχειν ὑμᾶς μετὰ τὴν ἐμὴν ἔξοδον τὴν τούτων μνήμην ποιεῖσθαι.
Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος.
Λαβὼν γὰρ παρὰ Θεοῦ πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιᾶσδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα, καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ.
Καὶ ἔχομεν βεβαιότερον τὸν προφητικὸν λόγον, ᾧ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν.
Απόδοση στη νεοελληνική
Ἀδελφοί, δείξατε μεγαλύτερον ζῆλον εἰς τὸ νὰ κάνετε βεβαίαν τὴν κλῆσίν σας καὶ τὴν ἐκλογήν· ἐὰν τὸ κάνετε αὐτό, ποτὲ δὲν θὰ πέσετε.
Ἔτσι θὰ σᾶς χορηγηθῇ πλουσίως ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰωνίαν βασιλείαν τοῦ Κυρίου μας καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο, δὲν θὰ ἀμελήσω νὰ σᾶς ὑπενθυμίζω αὐτὰ πάντοτε, ἂν καὶ τὰ ξέρετε καὶ εἶσθε στερεοὶ εἰς τὴν ἀλήθειαν, ποὺ ἤδη ἔχετε.
Νομίζω εἶναι δίκαιον, ἐφ’ ὅσον εἶμαι εἰς τοῦτο τὸ σῶμα, νὰ σᾶς ξυπνάω μὲ ὑπομνήσεις, ἐπειδὴ ξέρω ὅτι γρήγορα θὰ τὸ ἀποβάλω, ὅπως καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μοῦ ἐφανέρωσε.
Ἀλλὰ θὰ φροντίσω νὰ ἔχετε τὰ μέσα ὥστε, καὶ ὅταν θὰ ἔχω φύγει, νὰ θυμᾶστε αὐτὰ πάντοτε. Διότι σᾶς ἐγνωστοποιήσαμεν τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἔλευσιν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἀκολουθήσαντες ἐντέχνους μύθους, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν μεγαλειότητά του, ὅταν ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα τιμὴν καὶ δόξαν, καὶ ἦλθε εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὴν μεγαλοπρεπῆ δόξαν μιὰ τέτοια φωνή: αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγὼ εὐαρεστοῦμαι. Τὴν φωνὴν αὐτὴν ἐμεῖς ἀκούσαμε νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὅταν ἤμαστε μαζί του εἰς τὸ ὄρος τὸ ἅγιον.
Καὶ ἔτσι ἔχομεν μεγαλυτέραν βεβαίωσιν διὰ τὸν προφητικὸν λόγον, εἰς τὸν ὁποῖον καλὰ κάνετε νὰ δίνετε προσοχήν, σὰν σὲ ἕνα λυχνάρι ποὺ φωτίζει μέσα σὲ σκοτεινὸν μέρος, ἕως ὅτου γλυκοχαράξῃ ἡ ἡμέρα καὶ ὁ αὐγερινὸς ἀνατείλῃ στὶς καρδιές σας.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.