Εζησε στά τέλη τοῦ 2ου αἰώνα μ.Χ. Ἡ ἄμεπτη ζωή του καί ἡ καρποφορία τῆς διδασκαλίας του, παρακίνησαν τό ποίμνιο νά τόν ἀναγκάσει νά γίνει ἐπίσκοπος Ἱεραπόλεως στήν Φρυγία. Τό ἀξίωμα δέ μείωσε τόν ζῆλο τοῦ Ἀβερκίου. Ἔλεγε, μάλιστα, ὅτι δέν ἀρκεῖ κάποιος νά φαίνεται ἄρχων, ἀλλά καί νά εἶναι πραγματικά. Δηλαδή νά αὐξάνει τήν διακονία καί τούς κόπους του. Διότι κατά τό Εὐαγγέλιο, «εἰ τίς θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος», πού σημαίνει, ἂν κανείς θέλει νά εἶναι πρῶτος κατά τήν τιμή, ὀφείλει μέ τήν ταπείνωσή του ἀπέναντι στούς ἄλλους, νά γίνει τελευταῖος ἀπό ὅλους καί ὑπηρέτης ὅλων μέ τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης.
Καί ὁ Ἀβέρκιος τήν ἐντολή αὐτή ἔκανε πράξη στή ζωή του. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα νά κάνει πολλά θαύματα. Θεράπευσε τήν κόρη τοῦ βασιλιά τῆς Ρώμης, ἀπό πονηρό δαιμόνιο. Θερμά νερά ἀπό τήν γῆ ἐξέβαλε καί ἄλλα πολλά θαύματα ἔκανε.
Ἐπίσης, ὁ Ἀβέρκιος κήρυξε σέ ὅλες τίς πόλεις τῆς Συρίας καί Μεσοποταμίας. Ἔπειτα πῆγε στή Λυκαονία, τήν Πισιδία καί στήν ἐπαρχία τῶν Φρυγῶν. Ὀνομάστηκε ἰσαπόστολος, διότι περιόδευσε καί κήρυξε ὅπως οἱ κορυφαῖοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ.
Πέθανε εἰρηνικά, 72 χρονῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τόν ζῆλον ἐκμιμησάμενος, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκλάμπεις ὡς ἑωσφόρος ἀστήρ, τήν θεόσδοτον ἰσχύν φαίνων τοῖς ἔργοις σου· σύ γάρ θαυμάτων ἱερῶν, τάς δυνάμεις ἐνεργῶν, Ἀβέρκιε Ἱεράρχα, πρός εὐσεβείας εἰσόδους, τούς πλανωμένους καθωδήγησας.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἱερέα μέγιστον, καί Ἀποστόλωv σύσκηνον, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει σε ἅπασα, ἡ τῶν πιστῶν Ἀβέρκιε· ἣv ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, περιφύλαττε μάκαρ ἀκαταγώνιστον, ἐξ αἱρέσεως πάσης, καί ἄσειστον παναοίδιμε.
Μεγαλυνάριον.
Βίῳ διαπρέπων θεοειδεῖ, τῆς τῶν Ἀποστόλων, κατετρύφησας δωρεᾶς, ἔργοις παραδόξοις, Ἀβέρκιε πιστώσας, πρός ἀληθείας δόξαν, τούς δεξαμένους σε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.