Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐθαλία καταγόταν ἀπό τή Σικελία καί ζοῦσε στούς Λεοντίνους. Ἡ μητέρα της, πού ὀνομαζόταν καί αὐτή Εὐθαλία, ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία. Μία μέρα φάνηκαν στόν ὕπνο της οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Φιλάδεφος καί Κυπρίνος († 10 Μαΐου) καί εἶπαν σέ αὐτήν, ὅτι θά θεραπευθεῖ μόνο ἐάν πιστέψει στόν Χριστό καί βαπτισθεῖ. Ἡ γυναῖκα πραγματικά πίστεψε καί βαπτίσθηκε. Ὁ εἰδωλολάτρης υἱός αὐτῆς Σιρμιλιανός, ὅταν τό ἄκουσε αὐτό, ἐπιτέθηκε κατά τῆς μητέρας του γιά νά τήν πνίξει. Ἐκείνη ὅμως διέφυγε μέ τήν βοήθεια τῆς δούλης της. Τότε ἡ Μάρτυς Εὐθαλία ἔλεγξε μέ δριμύτητα τόν ἀδελφό της γιά τήν πράξη του αὐτή. Ἐκεῖνος, μόλις ἄκουσε ὅτι καί αὐτή ἦταν Χριστιανή, τήν παρέδωσε σέ ἕναν ὑπηρέτη, γιά ἀτιμία καί στήν συνέχεια μέ τά ἴδια του τά χέρια τήν ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι ἡ Μάρτυς Εὐθαλία εἰσῆλθε στή χαρά τοῦ Κυρίου της. Ἦταν τό ἔτος 252 μ.Χ.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.