Οἱ γονεῖς τῆς Ἰουλιανῆς ἦταν εἰδωλολάτρες καί θέλησαν νά τήν μνηστεύσουν μέ κάποιο διακεκριμένο ἀξιωματοῦχο τῆς Ἀντιόχειας, τόν Ἐλεύσιο. Ἀλλά ἡ Ἰουλιανή ἀρνήθηκε σθεναρά. Ἡ ἄρνησή της κατέπληξε τούς γονεῖς της, διότι μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή δέν τούς εἶχε φέρει καμιά ἀντίρρηση καί ἦταν ὑπάκουη κόρη.
Ὁ Ἐλεύσιος μέ πληγωμένο ἐγωισμό ζητοῦσε ἐκδίκηση. Ἀφοῦ ἐρεύνησε καί παρακολούθησε γιά πολύ καιρό τήν Ἰουλιανή, ἔμαθε ὅτι ἐν ἀγνοίᾳ τῶν γονέων της εἶχε γίνει χριστιανή. Ἔτσι ὁ Ἐλεύσιος τήν κατήγγειλε στόν ἔπαρχο, μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ καί νά φυλακισθεῖ. Μέσα στήν φυλακή, συνεχίστηκαν οἱ προσπάθειες νά γίνει σύζυγος τοῦ Ἐλευσίου καί νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου. Ἀλλά ἡ Ἰουλιανή προτιμοῦσε νά πεθάνει, παρά νά πάρει εἰδωλολάτρη σύζυγο.
Τότε ὁ Ἐλεύσιος μέ διαταγή τοῦ ἔπαρχου καί πολύ μίσος τήν μαστίγωσε ἀνελέητα. Ἔπειτα, ἔκαψε τό πρόσωπό της μέ πυρακτωμένο σίδερο, καί τῆς εἶπε: «Πήγαινε τώρα στόν καθρέπτη νά καμαρώσεις τήν ὀμορφιά σου». Ἡ δέ Ἰουλιανή, μέ ἕνα ἐλαφρό μειδίαμα τοῦ ἀπάντησε: «Στήν ἀνάσταση τῶν δικαίων, στά πρόσωπα δέ θά ὑπάρχουν πληγές καί ἐγκαύματα. Θά ὑπάρχουν μόνο οἱ πληγές τῶν ψυχῶν ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό, Ἐλεύσιε προτιμῶ τώρα τίς πληγές τοῦ σώματος, πού εἶναι προσωρινές, παρά τίς πληγές τῆς ψυχῆς, πού βασανίζουν αἰώνια».
Μετά ἀπό λίγο, τό ξίφος τοῦ δημίου ἔκοψε τό νεανικό κεφάλι τῆς Ἰουλιανῆς. Ἀργότερα ὁ Ἐλεύσιος, ὅταν βρέθηκε ναυαγός σέ κάποιο ἄγνωστο νησί, βρῆκε τραγικό τέλος, ὅταν τόν κατασπάραξε ἕνα ἄγριο λιοντάρι.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς νύμφη πανάμωμος, καί Ἀθληφόρος σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι, τοῦ ἀθανάτου Πατρός, Ἰουλιανή ἔνδοξε· σύ γάρ φθαρτόν μνηστῆρα, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ἤθλησας ὑπέρ φύσιν, καί τόν ὄφιν καθεῖλες. Καί νῦν ταῖς τοῦ Νυμφίου σου, τρυφᾷς φαιδρότητι.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Παρθένος παγκαλής, καί περίδοξος Μάρτυς, ἐδείχθης ἀληθῶς, θείῳ φίλτρῳ τρωθεῖσα· διό ἀμφοτέρωθεν, διαλάμπουσα ἔνδοξε, πρός οὐράνιον, μετεβιβάσθης νυμφῶνα, ἰκετεύουσα, διά παντός Ἀθληφόρε, ὑπέρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Κῆπος παρθενίας πολυανθής, ἀθλήσεως φέρων, ἔνθη εὔοσμα καί τερπνά, ὤφθης Ἀθληφόρε, τοῖς ἱεροῖς σου πόνοις· ὦ Ἰουλιανή σε, ὅθεν γεραίρομεν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.