Ἡ Ἁγία Ὄλδα ἢ Ὀλδά ἡ Προφήτιδα, μητέρα τοῦ Σελήμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεκουέ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀράας, ἀναφέρεται στό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δ’ τῶν Βασιλειῶν. Ἡ Ἁγία κατοικοῦσε στήν Ἱερουσαλήμ κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰωσία, πρός τούς ἀπεσταλμένους τοῦ ὁποίου ἀπήντησε τά ἑξῆς: «Αὐτά λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ: Εἴπατε πρός τόν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος σᾶς ἀπέστειλε πρός ἐμέ. Αὐτά λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, ἐγώ θά ἐπιφέρω μεγάλη καταστροφή στόν τόπο τοῦτο καί τούς κατοικοῦντες σέ αὐτόν, ἐφαρμόζων σέ αὐτούς ὅλες τίς τιμωρίες τοῦ βιβλίου τούτου, τίς ὁποῖες διάβασε ὁ βασιλεύς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Καί τοῦτο θά γίνει διότι οἱ Ἰσραηλίτες μέ ἐγκατέλειπαν προσφέροντες θυμίαμα σέ ξένους θεούς, μέ ἀποτέλεσμα νά μέ ἀναγκάσουν νά ὀργισθῶ γιά τά ἔργα αὐτά τῶν χειρῶν τους καί νά ἀνάψει ὁ θυμός μου ἐναντίον τοῦ τόπου τούτου καί νά μή σβεσθεῖ».
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.