Καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καί ἀπό ἔνδοξο γένος (στά χρόνια τοῦ βασιλιά Νουμεριανοῦ 282 – 284).
Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιά νά τή συλλάβουν. Αὐτοί περικύκλωσαν τό σπίτι της καί ἑτοιμάζονταν νά τήν ἁρπάξουν. Ὅταν τό ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπό τούς στρατιῶτες νά περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τά χέρια της καί τά μάτια της στόν οὐρανό καί προσευχήθηκε θερμά πρός τόν Θεό νά μή ἐπιτρέψει νά τήν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλά νά φύγει ἀπ’ τήν ζωή αὐτή, ἁγνή καί παρθένος.
Ἔπειτα ἄνοιξε τό παράθυρο καί ἔριξε τόν ἑαυτό της στό κενό, μέ ἀποτέλεσμα νά τραυματιστεῖ θανάσιμα καί ἔτσι παρέδωσε τήν ἁγνή ψυχή της στόν Θεό, προκειμένου βέβαια νά τήν προφυλάξει ἀπό τόν μολυσμό τῶν ἀγροίκων στρατιωτῶν.
Περίφημο ἐγκώμιο γιά τήν Ἁγία αὐτή ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.