Ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος, ὁ Προφήτης, εἶναι γνωστός ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Προφήτευσε περί τῆς συλλήψεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου πῆρε τή ζώνη καί ἀφοῦ ἔδεσε μέ αὐτήν τά χέρια του καί τά πόδια του, εἶπε τά ἑξῆς προφητικά λόγια: «Αὐτά λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τόν ἄνδρα στόν ὁποῖο ἀνήκει αὐτή ἡ ζώνη θά τόν δέσουν στά Ἱεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι ὅπως εἶμαι τώρα ἐγώ δεμένος καί θά τόν παραδώσουν στά χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων». Ὁ ἴδιος προφήτευσε καί περί τοῦ μεγάλου λιμοῦ στήν Ἱερουσαλήμ. Ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος κήρυξε τό Εὐαγγέλιο σέ διάφορα μέρη καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος Ὑρκανίας ἢ Ὀρκανίας, πρός τόν ὁποῖο πέμπει ἀσπασμό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στή Ρώμη, τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ὁ Ἀπόστολος Ἑρμῆς ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαλματίας († 8 Μαρτίου) καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Ἀκολουθώντας τούς Ἁγίους Ἀποστόλους βοηθοῦσε αὐτούς στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, προσφέροντας ὑπηρεσίες σέ ὅλους καί ὑποτασσόμενος ὡς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἔλεγε ὅτι αὐτός πού θέλει νά εἶναι πρῶτος σέ ὅλους, ἂς εἶναι ὑπηρέτης ὅλων καί διάκονος αὐτῶν. Στήν συνέχεια χειροτονήθηκε ἀπό αὐτούς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Νέων Πατρῶν καί ὁδήγησε στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πολλούς Ἐθνικούς. Ἐπειδή ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι τόν φθόνησαν, συναθροίστηκαν ἐναντίον του μαζί μέ τούς εἰδωλολάτρες, τόν συνέλαβαν καί τόν βασάνισαν ἀνηλεῶς. Τοῦ συνέτριψαν τό στόμα μέ πέτρες καί τοῦ κτύπησαν τήν κεφαλή πάνω σέ ξύλα. Στήν συνέχεια οἱ παράνομοι, ὡς ἄγριοι καί αἱμοβόροι κυνηγοί, τόν κατάσφαξαν μέ μαχαίρι. Ἔτσι παρέδωσε τήν μακάρια ψυχή του στόν Κύριο, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο.
Ὁ Ἀπόστολος Ροῦφος, πού καί αὐτόν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόν μνημονεύει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του, ἔγινε Ἐπίσκοπος στήν πόλη τῶν Θηβῶν τῆς Ἑλλάδος καί τελειώθηκε μαρτυρικά τό ἔτος 64 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Νέρωνος.
Ὁμοίως δέ καί ὁ Ἀπόστολος Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος, τελειώθηκε μαρτυρικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Ἑξάριθμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, ὑμνείσθω ἱερῶς, μελῳδίαις ᾀσμάτων, Ἑρμᾶς καί Ἀσύγκριτος, Ἡρωδίων καί Ἄγαβος, σύν τῷ Φλέγωντι, καί τῷ θεόφρονι Ῥούφῳ· τήν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωποῦσιν, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ὡς μύσται Χριστοῦ, καί Ἀποστόλων σύσκηνοι, ἐν πάσῃ τῇ γῇ, τήν τούτου συγκατάβασιν, Μαθηταί ἑξάριθμοι, ὡς λαμπάς ἑξάφωτος φάναντες, ἐλύσατε σκότος δεινόν, πυρσεύοντες πᾶσιν, ἀληθείας τό φῶς.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς θεογνωσίας ὑφηγηταί, καί τῶν ἀπορρήτων, οἰκονόμοι καί πορθμευταί, ἑξάς ἡ θεόφρων, τῶν θείων Ἀποστόλων, ἐδείχθησαν τῷ κόσμῳ, οὓς μεγαλύνομεν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.