Καί οἱ δυό ὑπηρετοῦσαν σέ διάφορα φιλανθρωπικά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ. Συγχρόνως, ἀνήκαν στήν ὁμάδα πού ἀνίχνευε κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας καί ἀνεύρισκε σώματα μαρτύρων, πού ρίχνονταν στίς χαράδρες. Τά μάζευαν καί τά παρέδιδαν νά ταφοῦν μέ τήν ἁρμόζουσα τιμή.
Κάποτε, ὅμως, τούς ἀνακάλυψαν καί τούς συνέλαβαν. Κατόπιν τούς ἐξεβίασαν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους. Ἀλλά ἐκεῖνοι ἔμειναν σταθεροί στήν ὁμολογία τῆς ἁγίας πίστης στόν Χριστό, χωρίς νά φοβηθοῦν τίς ἀπειλές καί τά ἐπικείμενα μαρτύρια.
Τούς ἔδεσαν, λοιπόν, πίσω ἀπό ἄγρια ἄλογα, τά ὁποῖα τούς ἔσυραν μέ δυνατό καλπασμό, μέσα ἀπό ἀγκάθια καί πέτρες. Ὅταν τά ἄλογα σταμάτησαν κουρασμένα, μετά ἀπό ἀρκετές ὧρες δρόμου, τά σώματα τῶν μαρτύρων βρέθηκαν διαμελισμένα, πνιγμένα στό αἷμα. Καί ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη, «εἶδον τήν γυναίκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καί ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ». Εἶδα δηλαδή τήν γυναίκα, πού εἶναι ἡ διεφθαρμένη εἰδωλολατρική κοινωνία, νά μεθάει ἀπό τό αἷμα τῶν χριστιανῶν, πού καταδίωκε, καί ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλα ὁ Θεός «ἔκρινε τήν πόρνην… καί ἐξεδίκασε τό αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρός αὐτῆς». Ἔπειτα, ὅμως, ὁ Θεός, ἔκρινε καί καταδίκασε τήν πόρνη, τή νοητή Βαβυλώνα, καί ἐκδικήθηκε τό αἷμα τῶν δούλων του, πού χύθηκε ἀπό τά χέρια της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ὄνησιν, ἰχνηλατοῦντες, πορφυρίζοντα, ὤφθητε κρίνα, Ὀνησιφόρε κλεινέ καί Πορφύριε· ὅθεν ὡς ἅρμα τοῦ Λόγου χρυσήλατον, πρός τήν οὐράνιον νύσσαν ἠλάσατε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθε ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς Τριάδος πρόμαχοι τροπαιοφόροι, ἐν ἀθλήσει ὤφθησαν, Ὀνησιφόρος ὀ σοφός, σύν Πορφυρίῳ κραυγάζοντες· Χριστῷ συμπάσχειν ζωῆς ἐστι πρόξενον.
Μεγαλυνάριον.
Ὄνησιν πηγάζει τήν ἀληθῆ, ὑμῶν ἡ πρεσβεία, ὥσπερ κρήνη ὑπερχειλής, τοῖς ὑμῶν αἰνοῦσιν, Ὀνησιφόρε Μάρτυς, μετά τοῦ Πορφυρίου, τά κατορθώματα.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.