Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος, πού διακρινόταν γιά τό κάλλος τοῦ προσώπου του καί τό ἦθος τῆς καρδιᾶς του, ἐργαζόταν στό Γαλατᾶ Κωνσταντινουπόλεως σέ κάποιο οἰνοπωλεῖο πού ἀνῆκε στόν Χριστιανό Χατζῆ Παναγιώτη.
Κάποιοι ἀπό τούς θαμῶνες τοῦ οἰνοπωλείου, Μωαμεθανοί ἀπό τόν Πόντο, προσπάθησαν νά προσηλυτίσουν τόν Δημήτριο. Μιά μέρα πού αὐτοί μέθυσαν, ἐκδιώχθηκαν ἀπό τό οἰνοπωλεῖο ἀπό τόν ἰδιοκτήτη καί τόν Δημήτριο. Ἡ βίαιη αὐτή ἐκδίωξη ἐξόργησε τούς Μωαμεθανούς πού ἀποφάσισαν νά ἐκδικηθοῦν τόν Δημήτριο. Τόν κατήγγειλαν ψευδῶς ὡς δράστη τοῦ τραυματισμοῦ τοῦ Μωαμεθανοῦ συντρόφου τους τήν ἡμέρα πού μέθυσαν. Προσαχθεῖς ὁ Δημήτριος ἐνώπιον τοῦ βεζύρη δέν κατάφερε νά ἀποδείξει τήν ἀθωότητά του. Ἔτσι τέθηκε σέ αὐτόν τό δίλλημα τῆς τουρκικῆς μισαλλοδοξίας, δηλαδή νά διαλέξει μεταξύ ἐξισλαμισμοῦ καί θανάτου. Ὁ Μάρτυς δέν ἀρνήθηκε τόν Χριστό, παρά τούς ἐκφοβισμούς, τίς ὑποσχέσεις καί τούς δελεασμούς.
Μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1784 καί ἐτελειώθη διά ξίφους.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.