Ὁ Ἅγιος Εἰρήναρχος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ βασιλιά Διοκλητιανοῦ καί καταγόταν ἀπό τήν Σεβάστεια.
Γεννήθηκε σέ οἰκογένεια εἰδωλολατρῶν καί εἶχε μάθει νά αἰσθάνεται μᾶλλον ἀπέχθεια πρός τούς χριστιανούς. Ὑπηρετοῦσε τούς βασανιστές τῶν χριστιανῶν στούς διωγμούς των.
Ὅμως ἡ συχνή προσέγγιση πού εἶχε μέ τούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, φώτισε σταδιακά τόν Εἰρήναρχο. Ἔβλεπε τούς ἡρωικούς μάρτυρες πράους ἀλλά ταυτόχρονα δυνατούς καί ἀκλόνητους εἰς τήν πίστη τους, τίς γυναῖκες νά ὑπομένουν τά φρικτά βασανιστήρια μέ καρτερικότητα καί αὐταπάρνηση καί τούς θαύμαζε γιά τό μεγαλεῖο τους. Ἡ βαθμιαία αὐτή μεταβολή στήν ψυχή τοῦ Εἰρηνάρχου κατέληξε στήν ὁμολογία του στόν Χριστό.
Ἡ ὁμολογία αὐτή τοῦ στοίχισε τό θάνατο, τόν ὁποῖο βρῆκε διά ἀποκεφαλισμοῦ καί τόν ὁποῖο ὑπέστη μέ πλήρη ἀγαλλίαση.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τόν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τόν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε· ὅθεν δι’ ὕδατός τε, καί πυρός ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρός οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καί σωτηρίαν, πᾶσιν αἰτούμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ὡς στρατιώτης ἄριστος, τοῦ τῆς εἰρήνης ἄρχοντος, τοῦ σκότους Μάρτυς καθεῖλες τόν ἄρχοντα, τῇ καρτερᾷ ἐνστάσει σου· καί ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνη φυλάττοις Εἰρήναρχε, τούς πίστει εὐφημοῦντας, τά θεῖά σου κατορθώματα.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς εἰρηνοδώρου μαρμαρυγῆς, Εἰρήναρχε μάκαρ, εἰσδεξάμενος τήν αὐγήν, υἱός φωτός ὤφθης, περιφανῶς ἀθλήσας· διό ταῖς σαῖς πρεσβείαις, ἡμᾶς διάσωζε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.