Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος, κατά κόσμο Θεόδωρος Στεπάνοβιτς Κολύσεφ, γεννήθηκε στή Ρωσία τό ἔτος 1507 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Στέφανο καί τήν Βαρβάρα, πού ἀργότερα ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Βαρσανουφία. Ἡ ἀγάπη του πρός τήν μοναχική πολιτεία καί τό ἀσκητικό ἦθος, ὁδήγησε τά βήματά του στή Μονή Σολόβκι, στόν Παγωμένο Ὠκεανό, ὅπου ἄρχισε νά διδάσκεται τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί νά διέρχεται τό βίο του μέ προσευχή καί νηστεία. Στή συνέχεια διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς.
Τό ἔτος 1566, ἐπί βασιλείας Ἰβάν Δ’ Βασίλιεβιτς (τοῦ Τρομεροῦ), ἐξελέγη, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Ἀθανασίου (1564 – 1566), Μητροπολίτης Μόσχας, ἀλλά ἀπομακρύνθηκε. Ὅταν, τό 1565, ὁ Κούρβσκι ἤθελε νά ἀνατρέψει τό θρόνο τῆς Ρωσίας, ὁ τσάρος Ἰβάν θεώρησε ὅλους τούς ἄρχοντες κρυφούς ἐχθρούς του καί κατέφυγε στήν πόλη Ἀλεξάνδροβκ, προτιθέμενος νά παραιτηθεῖ τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀγγελία αὐτή κατέπληξε τή Μόσχα, διότι ἡ ἀναρχία φαινόταν φοβερότερη ἀπό τήν τυραννία, καί ὁ λαός ζήτησε τήν ἐπάνοδο τοῦ τσάρου. Ὁ Ἰβάν ἐπέστρεψε στή Μόσχα στίς 2 Φεβρουαρίου 1565. Τήν ἑπομένη συνεκάλεσε σύνοδο καί ἀποφάσισε τή σύσταση τῆς Ὀπρίτσνινα, σωματοφυλακῆς γιά τήν ἀσφάλεια τοῦ ἴδιου καί τῆς ἐπικράτειας. Ἡ σωματοφυλακή αὐτή πού ἦταν τυφλό ὄργανο τοῦ τσάρου, κατατρομοκράτησε τή χώρα.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἀρνήθηκε νά εὐλογήσει τόν τσάρο καί ἀντιτάχθηκε στήν βασιλική αὐθαιρεσία καί τίς βδελυρές πράξεις μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθρονισθεῖ, νά ἐγκλειστεῖ στή μονή Ὀτρότς τοῦ Τβέρ καί νά δολοφονηθεῖ στίς 23 Δεκεμβρίου 1569 ἀπό ἄνθρωπο τοῦ τσάρου.
Τό τίμιο λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο καί τό ἔτος 1652, ὁ τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς τό ἐναπέθεσε στόν καθεδρικό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μόσχας, στό Κρεμλίνο.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.