Ελαβε τό μαρτυρικό στεφάνι στά τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα. Γεννήθηκε καί μεγάλωσε στήν Ρώμη καί πῆρε τό ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ἀλλά οἱ πολλές του ἀγαθοεργίες πρός τούς χριστιανούς, ἐξήγειραν ἐναντίον του τίς ὑπόνοιες τῶν συναδέλφων του, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἐξέτασαν, ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Μαρίνος ἀνῆκε στήν χριστιανική Ἐκκλησία. Καί τότε τόν κατήγγειλαν.
Συνελήφθη μέ αὐτοκρατορική διαταγή καί ἐπειδή δέν θέλησε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, καταδικάστηκε σέ θάνατο. Ἐνῶ τόν ὁδηγοῦσαν στόν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, εἶδε μερικούς ἀπό τούς φίλους του νά κλαῖνε καί αὐτός μέ πραότητα τούς εἶπε: «Γιατί κλαῖτε καί λυπάστε; Μάθετε ὅτι πηγαίνω ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς, ἀπό τόν χῶρο τοῦ σταδίου στά βραβεῖα, καί ἀπό τόν θάνατο στήν παντοτινή ζωή». Μετά ἀπό λίγο ἡ κεφαλή του ἔπεφτε, ἡ δέ ψυχῆ του πετοῦσε στά σκηνώματα τῶν δικαίων.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.