Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν υἱός τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Πρόβου Δομετίου (276 – 282 μ.Χ.) καί ἤκμασε κατά τούς χρόνους τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Προσῆλθε στό Χριστιανισμό καί ἐπατριάρχευσε κατά τά ἔτη 306 – 314 μ.Χ. Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέστησε τήν Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του, ἡ Ἐκκλησία, διά τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καθησύχασε ἀπό τούς διωγμούς καί ἔτυχε πάσης προστασίας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐθεμελιώθησαν, ἐπίσης, πολλές μεγάλες οἰκοδομές τῆς πρωτεύουσας, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ περίφημοι ναοί τῆς Ἁγίας Σοφίας καί τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Κατά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Νίκαια, τό 325 μ.Χ., δέν ἐμπόρεσε νά παραστεῖ αὐτοπροσώπως, λόγῳ γήρατος, ἀπέστειλε ὅμως σέ αὐτή τόν πρωτοπρεσβύτερο καί μετέπειτα διάδοχό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο († 30 Αὐγούστου), ἄνδρα ἀναγνωρισμένο γιά τίς ἀρετές καί τόν ἔνθερμο Χριστιανικό ζῆλό του.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἔζησε ἑκατόν δεκαεπτά ἔτη καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό 325 μ.Χ., ἐκηδεύθηκε δέ ὑπό τοῦ ἐπιστρέφοντος ἀπό τή Σύνοδο τῆς Νικαίας Ἐπισκόπου Νισίβιδος τῆς Μεσοποταμίας Ἰακώβου. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, τιμῶν τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους, ἀνήγειρε πρός τιμήν του ναό, στόν ὁποῖο μετακόμισε τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία καί στό σεβάσμιο ναό αὐτοῦ κοντά στό ναό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἀνερχομένης τῆς Λιτῆς στό Φόρο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Πατριαρχῶν ἀνεδείχθης γέρας καί θεία κρηπίς, ὡς Χριστοῦ μυσταγωγός, Πάτερ Μητροφάνες, ἀπό δέ θρόνου ὑψηλοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ δαδουχεῖς, τό φέγγος τῆς εὐσεβείας. Καί νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τήν πίστιν Χριστοῦ, τρανῶς σύ ἐδογμάτισας, καί ταύτην τηρῶν, εἰς πλῆθος ὄντως ηὔξησας, τό πιστόν σου ποιμνίον· σύν Ἀγγέλοις ὅθεν Μητροφάνες, συναγάλλῃ νῦν, καί Χριστῷ πρεσβεύεις, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Ὁσίων, κανών θεῖος ἐν ἀρετῇ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὡράϊσμα καί κλέος, βάθρον Πατριαρχείας, Πάτερ Μητροφάνες.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.