Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικηφόρος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη Κριτσά Μεραμβέλλου Κρήτης καί ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Τζανῆς.
Ἀλλαξοπίστησε, ἔγινε Μουσουλμάνος μέ τό ὄνομα Ἰμπραχίμ καί νυμφεύθηκε μία Μωαμεθανή ὀνόματι Φετμά, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε δυό γιούς. Ὅμως, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ Νικηφόρος ἦλθε στόν ἑαυτό του, μετανόησε γιά τό ὀλίσθημά του καί άρχισε νά ζει τήν Χριστιανική πίστη καί ζωή.
Ἡ γυναίκα του, βλέποντας αὐτή τήν μεταστροφή του, τόν κατήγγειλε στίς ἀρχές. Τότε ὁ Νικηφόρος συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε στό Χάνδακα (Ἡράκλειο), ἐνώπιον τοῦ Μουσταφᾶ Πασᾶ, βαλῆ τῆς Κρήτης. Ἡ ὑπόθεση παραπέμφθηκε στό Ἱεροδικεῖο, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Μάρτυρας ὁμολόγησε μέ γενναιότητα τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἡ ἀπόφαση ἦταν καταδικαστική.
Ὁ Νεομάρτυς Νικηφόρος ἀπαγχονίστηκε τό ἔτος 1832, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν καί ἔλαβε ἔτσι τόν ἁμάραντο στέφανο τῆς δόξας.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.