Ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἦταν Ἐπίσκοπος Τρίκκης. Διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τήν φιλανθρωπία του καί συνέγραψε ὑπομνήματα στίς Πράξεις, στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τίς Καθολικές Ἐπιστολές. Κοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν Ἀρχαγγέλων στά Τρίκαλα.
Τό πρόβλημα τοῦ βίου καί τοῦ χρόνου δράσεως τοῦ Ἁγίου Οἰκουμενίου ἀπασχόλησε πολύ τούς ἐρευνητές καί διατυπώθηκαν πολλές καί ἀλληλοσυγκρουόμενες γνῶμες.
Πολλοί θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί γεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐπίσημους καί περιφανεῖς. Ἦταν ἀνεψιός τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης καί ἔλαβε μέρος στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἀκολουθώντας τόν μεγάλο Ἀχίλλιο. Τό ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Οἰκουμενίου κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. λεγόταν «Καταφύγιον». Σήμερα καλεῖται «Καταφεῖδι». Βρίσκεται ὀκτώ χιλιόμετρα περίπου βορείως τῆς πόλεως τῶν Τρικάλων καί εἶναι ἕνας ἀπό τούς λόφους, πού περιβάλλουν τό σημερινό χωριό Χαϊδεμένη. Στήν κορυφή τοῦ λόφου ἔκειτο μοναστήρι πού καταστράφηκε ἐπί Τουρκοκρατίας.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.