Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύευκτος ἔζησε κατά τήν ἐποχή τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καί Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.). Ὅταν κηρύχθηκε ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν καί αὐτοί διετάχθησαν νά ἐπιστρέψουν στήν εἰδωλολατρία, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πού μαρτύρησε γιά τόν Χριστό στή Μελιτηνή τῆς Ἀρμενίας, ὅπου ἐκτελοῦσε τά στρατιωτικά του καθήκοντα.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος, χωρίς νά δειλιάσει, διεκήρυξε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό καί μέ Πνευματική ἀνδρεία συνέτριψε τά εἴδωλα πού λάτρευαν οἱ ἐθνικοί. Οἱ παραινέσεις τοῦ πεθεροῦ του, καθώς καί οἱ θρηνώδεις κραυγές τῆς γυναίκας του, δέν τόν κλόνισαν καθόλου. Παρέμεινε σταθερός στήν ὁμολογία του, γεγονός πού ἐπιβεβαίωσε καί στόν Μάρτυρα Νέαρχο, τόν φίλο του, πού φοβόταν μήπως ἀπό τά βασανιστήρια ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος μαρτύρησε διά ξίφους.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου ἐτελεῖτο στό σεπτό ναό πού ἀνήγειραν οἱ πιστοί στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, πού ἔκειτο κοντά στήν περιοχή τοῦ Φιλαδελφίου καί τοῦ Ταύρου Κωνσταντινουπόλεως.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυηθεῖς οὐρανόθεν εὐσεβείας τήν ἔλλαμψιν, ὤφθης στρατιώτης γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος Πολύευκτε· καί ξίφει ἐκτμηθείς τήν κεφαλήν, Μαρτύρων ἠριθμήθης τοῖς χοροῖς, μεθ’ ὧν πρέσβευε θεόφρον διά παντός, ὑπέρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διά σοῦ, πᾶσι τά κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Σωτῆρος κλίναντος ἐν Ἰορδάνῃ, κεφαλήν ἐθλάσθησαν, αἱ τῶν δρακόντων κεφαλαί· τοῦ Πολυεύκτου ἡ κάρα δέ, ἀποτμηθεῖσα τόν δόλιον ᾔσχυνε.
Μεγαλυνάριον.
Πολύευκτον χάριν ἐπιποθῶν, πολύευκτον πίστιν, προσελάβου ὡς νουνεχής· ὅθεν πολυεύκτου, τρυφῆς κατηξιώθης, Πολύευκτε τρισμάκαρ, ἀθλήσας ἄριστα.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.