Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.) καί Οὐαλεντινιανοῦ (364 – 374 μ.Χ.) καί καταγόταν ἀπό τή χώρα τῶν Γότθων. Ἀπό παιδί ἦταν Χριστιανός καί ὄχι μόνο ἀποστρεφόταν τίς τροφές πού ἀπέμεναν ἀπό τίς θυσίες στά εἴδωλα, ἀλλά ἐμπόδιζε καί ὅσους ἤθελαν νά δοκιμάσουν αὐτές. Ἔτσι ἔγινε σέ πολλούς πρόξενος σωτηρίας. Ἀφοῦ συνωμότησαν ἐναντίων του οἱ εἰδωλολάτρες, τόν ἐξόρισαν μέ τήν βία ἀπό τήν πόλη. Μετά ἀπό κάποιο διάστημα καί ἐνῷ ὁ Ἀθανάριχος, ὁ ἄρχοντας τῶν Γότθων, ξεκίνησε διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν, τόν συνέλαβαν καί τόν χτύπησαν. Στήν συνέχεια τόν ἔδεσαν στόν ἄξονα τῆς ἅμαξας καί τόν κρέμασαν σέ ἕνα δοκάρι. Ἐπειδή δέν πείσθηκε νά δοκιμάσει ὅτι ἀπέμεινε ἀπό τή θυσία στά εἴδωλα, ὁδηγήθηκε στόν ποταμό. Καί ἐκεῖ, ἀφοῦ τόν ἔδεσαν σέ ἕνα μεγάλο ξύλο στόν τράχηλο, τόν ἔριξαν στόν ποταμό Μουσαῖο, όπου ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.