
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Νά ’μαστε καὶ πάλι ἐδῶ, στόν ἁγιασμὸ τῆς νέας χρονιᾶς, γιὰ νὰ εὐλογήσουμε καὶ αὐτή τὴν σχολικὴ περίοδο. Γι’ αὐτὴ τὴν εὐλογία χρειάζονται τρία πράγματα: πρῶτα ἡ πίστη ὅτι τίποτε καλὸ στήν ζωή μας δὲν πάει μπροστά, ἂν δὲν ἔχουμε τὸ Θεὸ μὲ τὸ μέρος μας. Καὶ γιὰ νὰ Τὸν ἔχουμε, προϋπόθεση εἶναι νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ μαθαίνουμε πάντα τί ζητάει ἀπὸ μᾶς καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε.
Τὸ δεύτερο εἶναι να ἔχουμε τὴν ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μαζί Του ζωντανὴ καὶ ἀληθινή. Να Τοῦ μιλοῦμε, δηλαδή, καθημερινὰ καὶ σὲ κάθε ὥρα γιὰ τὰ προβλήματα, γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὴν πρόοδό μας, γιὰ ὅλα. Ὅπως μιλοῦμε στον πατέρα μας, γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος πατέρας μας. Μὲ τὴν προσευχή, ποὺ θὰ εἶναι ὅλη ἐμπιστοσύνη σ’Αὐτόν.
Καὶ τὸ τρίτο εἶναι ἡ μελέτη σας. Ἡ μελέτη βέβαια ἔχει δυσκολίες ποὺ συνήθως μᾶς κουράζουν καὶ μᾶς ἀπογοητεύουν. Γι’ αὐτό χρειάζεται ν’ ἀγωνιζόμαστε σὰν τὸ βάτραχο ποὺ μᾶς λέει ἡ ἑξῆς ἱστορία: Κάποτε δύο βάτραχοι ὀσμίστηκαν τὸ γάλα σ’ ἕνα μεγάλο κάδο. Ὁ πρῶτος μὲ τό ποὺ πήδηξε, ἔπεσε μέσα στὸ γάλα.
Φαρμακώθηκε. Λέει: Ἀπό ’δῶ ποὺ ἔπεσα δὲν πρόκειται νὰ ξαναβγῶ. Ἂς πιῶ τουλάχιστον ὅσο γάλα μπορῶ καὶ νὰ πάω χορτάτος. Ὅπως καὶ ἔγινε. Ἤπιε, ἤπιε γάλα, φούσκωσε καὶ πνίγηκε. Ἀλλὰ καὶ ὁ δεύτερος βάτραχος. Μὲ τό που πήδηξε, βρέθηκε μέσα στὸ γάλα, δὲν μπόρεσε να σταθεῖ στὸ χεῖλος τοῦ κάδου. Λέει: Ἀπὸ ’δῶ ποὺ βρέθηκα δὲν πρόκειται νὰ γλιτώσω τὸ θάνατο. Τοὐλάχιστον νὰ πεθάνω ἀξιοπρεπῶς. Θα πεθάνω ἀγωνιζόμενος. Κι ἄρχισε νὰ χτυπάει τὰ πλατιά του πόδια. Γιὰ καλή του τύχη, ὅμως, τὸ γάλα ἦταν παχύ· μὲ τὸ χτύπημα δημιουργήθηκε μία κρούστα ἀπὸ βούτυρο, πάτησε πάνω, πήδηξε ἔξω καὶ σώθηκε.
Αὐτή ἡ ἁπλή ἀλλά συμβολική καὶ διδακτική ἱστορία μᾶς λέει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητευόμαστε ἀπὸ τίς δυσκολίες ἀλλά νὰ ἀγωνιζόμαστε γιατί ἔτσι μόνο προχωράει ἡ ζωή. Σ’ αὐτόν λοιπόν τὸν ἀγῶνα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τὴν εὐλογία του Θεοῦ τὴν ὁποία σᾶς εὔχομαι μέσα ἀπό τὴν καρδιά μου.


Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
