Ὁ πρῶτος Μητροπολίτης Κηφισίας, Ἁμαρουσίου καί Ὠρωπού κ. Κύριλλος, κατά κόσμον Κωνσταντῖνος Μισιακούλης, γεννήθηκε τό 1963. Μετά τήν περάτωση τῶν ἐγκυκλίων σπουδῶν του στήν Ἀθήνα, σπούδασε Νομική καί Θεολογία στίς ἀντίστοιχες Σχολές τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐπί διετία (1988-1990) ἄσκησε τήν δικηγορία στήν Ἀθήνα, στίς Νομικές Ὑπηρεσίες Διοικήσεως τοῦ Κράτους.
Ἐκάρη Μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ἀσωμάτων Πετράκη τήν 3.10.1991, χειροτονήθηκε Διάκονος, Σεπτή ἐντολή τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Σεραφείμ, ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Κερκύρας καί Παξῶν κυροῦ Τιμοθέου, τήν 4.10.1991, καί ἐντάχθηκε στόν Κλῆρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, καί Πρεσβύτερος ἀπό τόν ἴδιο Ἀρχιερέα τήν 28.11.1993.
Ὑπηρέτησε ὡς Διάκονος στούς Ἱερούς Ναούς Ἁγίας Εἰρήνης ὁδοῦ Αἰόλου καί Ἁγίου Σπυρίδωνος Παγκρατίου. Ἐφημέριος στούς Ἱερούς Ναούς Ἁγίου Γεωργίου Κυνοσάργους καί Ἁγίου Χαραλάμπους Ἰλισίων, μέχρι τῆς ἐκλογῆς τοῦ εἰς Ἐπίσκοπον. Ἀπό τό ἔτος 1990 ἕως τό Μάρτιο τοῦ 1993 ὑπηρέτησε στή Νομική Ὑπηρεσία τῆς νεοσύστατης τότε Οἰκονομικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Διετέλεσε Γραμματεύς τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων (1993-2003), ἔπειτα Ἅ Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (2003-2006), καί κατόπιν προτάσεως τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, Ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (2006-2008), διατηρήσας τήν θέσιν ταύτην κατόπιν ἐντολῆς τοῦ νεοεκλεγέντος Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου του Β , μέχρι τήν εἰς Ἐπίσκοπον ἐκλογήν του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς διακονίας του στίς ἐπιτελικές αὐτές θέσεις τῆς Κεντρικῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔλαβε μέρος σέ Συνέδρια καί Ἐκκλησιαστικές ἀποστολές.
Ἐπίσης μετεῖχε ὡς μέλος σέ διάφορες προπαρασκευαστικές Ἐπιτροπές καταρτίσεως σχεδίων Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων καί Κανονισμῶν.
Τήν 10η Μαΐου 2010 ἐξελέγη, ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πρῶτος Μητροπολίτης τῆς ἀρτισυστάτου Μητροπόλεως Κηφισσίας, Ἁμαρουσίου & Ὠρωποῦ.
Ἡ χειροτονία τοῦ ἐτελέσθη τήν 14η Μαΐου 2010, στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Χαραλάμπους Ἰλισσίων, ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο καί πλειάδα Ἀρχιερέων.
Ἡ ἐνθρόνιση ἔλαβε χώρα τήν 8η Ἰουνίου 2010, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κηφισσιᾶς, παρουσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, πολλῶν Ἀρχιερέων καί πλήθους πιστῶν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
