Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητός καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί γεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς. Ἔζησε κατά τήν ἐποχή τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Σέ νεαρή ἡλικία ἀναχώρησε γιά μοναστήρι κοντά στή Σίναο καί ἔγινε μοναχός. Ἀγαπήθηκε ἀπό τόν Ἡγούμενο, ἐξαιτίας τῆς ἐνάρετης ζωῆς του καί διδάχθηκε τά ἱερά γράμματα. Ἔλαβε δέ ἀπό τόν Θεό καί τό χάρισμα τῶν θαυμάτων. Μέ τήν προσευχή θανάτωσε δράκοντα μεγάλο, πού φανερώθηκε κοντά στό μοναστήρι καί ἀφάνιζε ἀνθρώπους καί ζῶα καί εὐεργετοῦσε τούς προστρέχοντες σέ αὐτόν.
Ἀργότερα, ἐπί αὐτοκράτορα Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.), ὁ Ὅσιος Ἀγαπητός προσελήφθη στό στράτευμα. Ἐκεῖ εἶδε νά βασανίζονται γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες Βικτώριος, Δωρόθεος, Θεόδουλος, Ἀγρίππας καί ἄλλοι πολλοί. Ἀμέσως θέλησε καί αὐτός νά γίνει κοινωνός τοῦ μαρτυρίου τους. Καί ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐτελειώθησαν ἐν Χριστῷ διά τοῦ ξίφους, αὐτός διαφυλάχθηκε σῶος καί ἀβλαβής, ἂν καί τόν κτύπησαν μέ ἀκόντιο, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, γιά νά ὁδηγήσει πολλούς στή σωτηρία.
Μετά τήν στρατιωτική θητεία καί ὅταν πλέον αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος (324 – 337 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός ἐπιδόθηκε στή μελέτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σινάου τόν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου του καί ὕστερα ἀπό κοινή γνώμη κλήρου καί λαοῦ, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητός ἀφοῦ ἀρχιεράτευσε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.