Ὁ Θαδδαῖος ἦταν Σκύθης, ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, στήν Μονή τοῦ ὁποίου ἔγινε μοναχός καί διακρίθηκε γιά τήν αὐστηρή ἄσκηση.
Κάποτε, συνοδεύοντας στ’ ἀνάκτορα τόν ἡγούμενό του Θεόδωρο, ἤλεγξε τόν βασιλιά Μιχαήλ (820 – 829) (ὁ Μ. Γαλανός ἀναφέρει τόν Λέοντα τόν Ε’) μπροστά στή σύγκλητο γιά τήν ἀσέβειά του ἀπέναντι στίς ἱερές εἰκόνες. Τότε ὁ Βασιλιάς, τόν ἐξανάγκασε νά ποδοπατήσει τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πράγμα τό ὁποίο ὁ Ὅσιος ὄχι μόνο δέν ἔπραξε, ἀλλά ἀποκάλεσε τόν βασιλιά πληρωμένο τύραννο καί ἀκάθαρτο.
Μετά ἀπ’ αὐτό, βασανίστηκε σκληρά, σύρθηκε ἀπό τά πόδια στούς δρόμους τῆς πόλης καί τρεῖς μέρες μετά παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στόν Κύριο.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.