Ἔζησε τόν 9ο μ.Χ. αἰώνα, καί ἡ πατρίδα του βρισκόταν στούς πρόποδες τοῦ ὄρους Κυμιναίου. Ἀνατράφηκε χριστιανικά ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, διατηρώντας τήν πίστη καί τήν ἁγνότητά του ἀπό τή νεανική του ἀνάπτυξη. Κινούμενος ἀπό ἱερό πόθο ὁ Θωμάς, ἐπισκέφθηκε πολλά μοναστήρια καί ἀποκόμισε πολλές ἀρετές ἀπό τά ἐκεῖ μεγάλα ὑποδείγματα τῆς εὐσέβειας.
Ἀργότερα ἔγινε καί ἴδιος μοναχός καί δίδασκε μέ ζῆλο τό Εὐαγγέλιο μαζί μέ ἄλλους μοναχούς σέ πόλεις καί χωριά, κατά τίς τεσσαρακοστές. Ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος, ἐκτιμοῦσε τόσο πολύ τίς μεγάλες ἀρετές τοῦ Θωμᾶ, ὥστε ὅταν κάποιος μεγιστάνας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔκτισε Μονή κοντά στό Σαγκάριο ποταμό, τόν διόρισε ἡγούμενό της. Ἡ προτίμηση αὐτή δικαιώθηκε περίτρανα, διότι ὁ Θωμάς κυβέρνησε τό μοναστήρι μέ πολλή τάξη καί ὑπῆρξε πρότυπο μοναχικῆς ζωῆς στούς συμμοναστές του. Ἰδιαίτερα πολλαπλασίασε τούς οἰκονομικούς πόρους τῆς Μονῆς, γιά νά βοηθάει αὐτούς πού προσέφευγαν σ’ αὐτήν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.