Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του, Ἅγιο Σωφρόνιο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων, ἀφιερώθηκε στόν Θεό ἀπό παιδί καί ἀσκήθηκε σέ ὅλα τά εἴδη τῶν ἀρετῶν. Περιῆλθε περί τούς χίλιους διακρινόμενους γιά τήν ἀρετή τούς ἀσκητές, γιά νά διδαχθεῖ ἀπό τήν σοφία καί τήν ἀρετή τους καί ἐγκαταβίωσε σέ μοναστήρι τῆς Παλαιστίνης. Πόθος του ἦταν νά ὑποτάξει τή σάρκα στό πνεῦμα. Ἔκανε ὑπακοή στούς γέροντες τῆς μονῆς καί μέ μεγάλη χαρά ἐφάρμοζε ὅσους κανόνες καί εἴδη ἀσκήσεως τοῦ ἔδιναν. Ἡ τροφή του ἦταν λιτή καί τήν ἐξοικονομοῦσε κάνοντας ἐργόχειρο. Ἡ μεγαλύτερη ἀσχολία του ἦταν ἡ ψαλμῳδία καί ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν. Πολλές φορές ὁ Ὅσιος εἶχε ἀξιωθεῖ νά δεῖ ὁράματα, σύμφωνα καί μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Μέ τούς πνευματικούς του ἀγῶνες ἔφθασε σέ ὕψη ἀρετῆς, σοφίας, ἐγκράτειας καί ἁγιότητας. Ἔτσι σιγά – σιγά, ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἔφθασε παντοῦ καί πολλοί μοναχοί ἀπό γειτονικά καί μακρινά μοναστήρια τόν ἐπισκέπτονταν, γιά νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά ὠφεληθοῦν πνευματικά ἀπό τίς διδαχές του.
Σέ αὐτό τό μοναστήρι ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς διῆλθε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις τόν ἀσκητικό βίο μέχρι τό πεντηκοστό τρίτο χρόνο τῆς ἡλικίας του. Ἀγαποῦσε ὅμως τήν ἐρημική καί ἡσυχαστική ζωή. Θέλοντας νά ἀγωνιστεῖ περισσότερο πνευματικά, ἀποφάσισε νά ἐγκατασταθεῖ στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στόν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ ἀφιερώθηκε στή αὐστηρή ἄσκηση καί νηστεία. Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἔμενε πάντα κλειστή, γιά νά μποροῦν οἱ μοναχοί νά προσεύχονται καί νά ἀσκοῦνται ἀπερίσπαστοι. Ἄνοιγε μόνο ὅταν κάποιος μοναχός εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νά ἐξέλθει τῆς μονῆς, ἀλλά αὐτό ἦταν σπάνιο, γιατί τό μοναστήρι ἦταν στήν ἔρημο καί ἡ περιοχή ἄγνωστη καί δύσκολη στό πέρασμά της.
Κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀναχωροῦσε γιά τήν ἔρημο, ὅπου κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ συνάντησε τήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία († 1 Ἀπριλίου), στήν ὁποία μετάδωσε τά Ἄχραντα Μυστήρια καί κήδευσε.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς κοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θάμβους πέπλησαι, ὅτε κατεῖδες, τήν θεόφρονα, σεμνήν Μαρίαν, ἐν ἐρήμῳ Ζωσιμᾶ ὥσπερ ἄγγελον· διακονήσας δέ ταύτῃ θερμότατα, τῆς ἄνω δόξης ὁμοῦ ἠξιώθητε· μεθ’ ἧς πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ Παντοκράτορι, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἐγκρατείας καθαρθείς ταῖς ἰδέαις, ἱερωσύνης τῷ φωτί κατηυγάσθης, καί τῷ Θεῷ ὁσίως ἐλειτούργησας· ὅθεν σε ὁ ἄναρχος, ἀμειβόμενος Λόγος, Μαρίαν σε ἠξίωσεν, ἐφευρεῖν τήν Ὁσίαν· μαθ’ ἧς δυσώπει Πάτερ Ζωσιμᾶ, πᾶσι δοθῆναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἐναρέτων ἔργων φωστήρ, καί κατορθωμάτων, οὐρανίων μυσταγωγέ· χαίροις ὁ κηδεύσας, Μαρίαν τήν Ὁσίαν, Πατέρων χαῖρε κλέον, Ζωσιμᾶ Ὅσιε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.