Αὕτοι γὰρ οἴδατε, ἀδελφοί, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν, ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες, καθὼς οἴδατε, ἐν Φιλίπποις, ἐπαρρησιασάμεθα ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν λαλῆσαι πρὸς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἐν πολλῷ ἀγῶνι.
Ἡ γὰρ παράκλησις ἡμῶν οὐκ ἐκ πλάνης οὐδὲ ἐξ ἀκαθαρσίας, οὔτε ἐν δόλῳ, ἀλλὰ καθὼς δεδοκιμάσμεθα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον, οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν.
Οὔτε γάρ ποτε ἐν λόγῳ κολακείας ἐγενήθημεν, καθὼς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν, οὔτε ἀφ’ ὑμῶν οὔτε ἀπὸ ἄλλων, δυνάμενοι ἐν βάρει εἶναι ὡς Χριστοῦ ἀπόστολοι, ἀλλ’ ἐγενήθημεν ἤπιοι ἐν μέσῳ ὑμῶν, ὡς ἂν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα· οὕτως ὁμειρόμενοι ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοὶ ἡμῖν γεγένησθε.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Σεῖς οἱ ἴδιοι βέβαια ξέρετε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ ἐπίσκεψίς μας σ’ ἐσᾶς δὲν ἔγινε εἰς μάτην, ἀλλ’ ἂν καὶ προηγουμένως εἴχαμε ὑποφέρει καὶ κακοποιηθῆ εἰς Φιλίππους, καθὼς ξέρετε, εἴχαμε τὸ θάρρος, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ μας, νὰ σᾶς κηρύξωμεν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ μὲ μεγάλον ἀγῶνα.
Διότι ἡ προτροπή μας δὲν προήρχετο ἀπὸ πλάνην οὔτε ἀπὸ ἀνήθικον ἐλατήριον οὔτε ἀπὸ δόλον, ἀλλ’ ἐπειδὴ μᾶς ἔκρινε ὁ Θεὸς καταλλήλους διὰ νὰ μᾶς ἐμπιστευθῇ τὸ εὐαγγέλιον, διὰ τοῦτο μιλᾶμε, ὄχι διὰ νὰ γίνωμεν ἀρεστοὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει τὶς καρδιές μας.
Καθὼς ξέρετε, ποτὲ δὲν ἤλθαμε μὲ λόγια κολακευτικά, οὔτε μὲ ὑστεροβουλίαν πλεονεξίας, ὁ Θεὸς εἶναι μάρτυς, οὔτε ἐζητήσαμε τιμὰς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἀπὸ σᾶς οὔτε ἀπὸ ἄλλους, ἂν καὶ μπορούσαμε, σὰν ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔχωμεν ἀπαιτήσεις. Ἀλλὰ ἤμαστε στοργικοὶ μεταξύ σας, ὅπως μιὰ μητέρα περιθάλπει τὰ παιδιά της. Μὲ τέτοιαν θερμὴν ἀγάπην πρὸς ἐσᾶς, εἴχαμε τὴν εὐχαρίστησιν νὰ σᾶς μεταδώσωμεν, ὄχι μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑαυτούς μας, διότι μᾶς ἔχετε γίνει ἀγαπητοί.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.