Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στό Μέτσοβο ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Νέος στήν ἡλικία ἀναχώρησε γιά τά Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σέ ἀρτοπωλεῖο. Ἐκεῖ μέ δόλο τόν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καί ἀρνήθηκε τήν πίστη του. Γρήγορα ὅμως συναισθάνθηκε τό ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καί ἐπέστρεψε στό Μέτσοβο, ὅπου ζοῦσε αὐστηρή χριστιανική ζωή. Κάποτε ἦλθε στά Τρίκαλα, γιά νά πουλήσει κάποια προϊόντα του καί κάποιος Τοῦρκος τόν ἀναγνώρισε καί τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά τόν προδώσει. Ὁ Νικόλαος, γιά νά ἐξασφαλίσει τή σιωπή του, τοῦ παρέδωσε ὅλο τό φορτίο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι κάθε χρόνο θά τοῦ φέρνει τό ἴδιο φορτίο. Μετανόησε ὅμως γι’ αὐτή του τήν συμπεριφορά, ἐξομολογήθηκε σέ κάποιο πνευματικό καί ἄρχισε νά ἐπιζητᾶ τό μαρτύριο. Γι’ αὐτό τήν ἑπόμενη χρονιά πού ἦλθε στά Τρίκαλα, δέν ἔφερε στόν Τοῦρκο τό φορτίο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ.
Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τόν κατήγγειλε καί ὁ Νικόλαος ὁδηγήθηκε στόν κριτή, ὅπου μέ θάρρος καί σθένος ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὅταν ὁ κριτής κατάλαβε ὅτι οὔτε μέ κολακεῖες, οὔτε μέ ἀπειλές μποροῦσε νά τόν μεταπείσει, διέταξε νά βασανισθεῖ σκληρά καί νά τόν ρίξουν στήν φυλακή, ὅπου καρτερικά ὑπέμεινε τό μαρτύριο τῆς πείνας καί τῆς δίψας. Ὅταν γιά δεύτερη φορά ὁδηγήθηκε στήν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος στήν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τόν ἔκαψαν ζωντανό τό 1617. Τήν τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος ἀγόρασε ἀντί μεγάλης ἀμοιβῆς κάποιος Χριστιανός κεραμέας καί τήν δώρισε μετά ἀπό χρόνια στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Μετσόβου τόν γόνον καί Τρικκάλων τό καύχημα, καί τῶν πάλαι Μαρτύρων, μιμητήν καί ὁμότροπον, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, τόν νέον τοῦ Σωτῆρος Ἀθλητήν, ὡς λυτρούμενον κινδύνων πολυειδῶν, τούς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστήρ νεόφωτος, λαμπρῶς ἀθλήσας, ἐν ὑστέροις ἔτεσι, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἐδείχθης Μάρτυς Νικόλαε· διό γεραίρει τήν θείαν σου ἄθλησιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Μετσόβου θεῖος βλαστός· χαίροις ὁ Τρικκάλων, ἀντιλήπτωρ καί ἀρωγός· χαίροις ὁ παρέχων, ἰάσεων τήν χάριν, Νικόλαε τρισμάκαρ τοῖς σοί προστρέχουσι.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.