Ἔζησε στά χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ (450 – 457) καί Λέοντα Θρακός ἢ Μακέλλη (457 – 474). Καταγόταν ἀπό τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας καί ἀνατράφηκε ἀπό γονεῖς πλούσιους καί εὐσεβεῖς.
Σέ κατάλληλη ἡλικία παντρεύτηκε μέ κάποιον Δομέτιο (κατ’ ἄλλους Δομετιανό), μέ τόν ὁποῖο ἀπόκτησε μία κόρη καί κατά τά χρόνια τοῦ Λέοντα τοῦ Θρακός ἦλθαν οἰκογενειακά στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε μέ μία εὐσεβή γυναίκα, τήν Εὐγενία, καί σύχναζε στούς ἱερούς ναούς, ποθώντας νά ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικά στή θεία λατρεία.
Ἔτσι ἐγκατέλειψε τόν σύζυγό της, καί τήν κόρη της ἀφοῦ τήν ἐμπιστεύθηκε σέ κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στή Μονή τοῦ Βασιανοῦ, μεταμφιεσμένη μέ τό ὄνομα Βαβύλας. Ἀλλά καταζητούμενη ἀπό τόν ἄνδρα της καί ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε τό φύλο της, στάλθηκε ἀπό τόν Βασιανό σέ γυναικεία Μονή τῶν Ἱεροσολύμων.
Κατόπιν ἀναχώρησε καί ἀπό ἐκει καί πολλά μέρη ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε, γριά πλέον, ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε ἀπό τόν Βασιανό σέ ἰδιαίτερο μέρος (τῆς Ματρώνης ὀνομαζόμενο ἀργότερα), ὅπου ἔκτισε Μονή, στήν ὁποία μαζεύτηκαν ἀρκετές μοναχές.
Στή Μονή αὐτή λοιπόν, ἔζησε μέ μεγάλη ἀρετή καί πνευματική τελειότητα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά σέ ἡλικία 100 χρονῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χριστόν ἀγαπήσασα, τῶν ἀγαθῶν τήν πηγήν, Ἀγγέλων ἐζήλωσας, μετά σαρκός τήν ζωήν, Ματρῶνα θεόπνευστε· σύ γάρ συνεύνου φίλτρον, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ᾔσχυνας τόν Βελίαρ, τῷ πανσόφῳ σου τρόπῳ· διό τῆς ἀκατάλυτου δόξης ἠξίωσαι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ ἐν σχήματι, μέσον ἀνδρῶν συμβιοῦσα, τῆς ψυχῆς τό φρόνημα, ἀνδρεῖον ἔδειξας Μῆτερ· ἔτρεψας, τάς τῶν δαιμόνων φαλαγγαρχίας· εὔφρανας, τάς τῶν Ἀγγέλων χοροστασίας, μεθ’ ὧν πρέσβευε Ματρῶνα, ὑπέρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι τρωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, συζύγου τόν πόθον, ὑπερέδραμες εὐπετῶς, καί τοῦ Παρακλήτου, ἐπλούτησας τήν χάριν, Ματρῶνα μακαρία, λαμπρῶς βιώσασα.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.